Οι κυριότερες αιτίες της ανδρικής υπογονιμότητας αφορούν τοπικά νοσήματα του ουρογεννητικού συστήματος, γεννητικές ανωμαλίες, ενδοκρινικές διαταραχές, συγγενείς διαταραχές, περιβαλλοντολογικά αίτια καθώς και αίτια που σχετίζονται με την διατροφή και τον γενικότερο τρόπο ζωής. Πάμε λοιπόν να τα αναλύσουμε ένα-ένα ξεχωριστά.
Οι γεννητικές διαταραχές σχετίζονται με χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Klinefelter, το οποίο ευθύνεται για το 5-7% της ανδρικής υπογονιμότητας. Οι άνδρες αυτοί παρουσιάζουν αζωοσπερμία, δηλαδή απουσία σπερματοζωαρίων στο σπερματικό υγρό, ή ολιγοζωοσπερμία, δηλαδή πολύ χαμηλή συγκέντρωση σπερματοζωαρίων.
Οι ενδοκρινικές λειτουργίες ευθύνονται για το 3-6% της αντρικής υπογονιμότητας. Οι αδένες που αφορούν είναι ο υποθάλαμος, η υπόφυση, το πάγκρεας, τα επινεφρίδια και ο θυρεοειδής αδένας.
Επίσης, η συχνότητα των συγγενών διαταραχών συνεχώς αυξάνεται με συνέπεια τον μειωμένο αριθμό σπερματοζωαρίων. Άλλος παράγοντας υπογονιμότητας στους άνδρες είναι ο καρκίνος των όρχεων που προσβάλλει ένα μεγάλο ποσοστό ανδρών μεταξύ 20-40 χρονών. Επίσης, η κιρσοκήλη αποτελεί έναν άλλο παράγοντα που ευθύνεται για το 25-40% των περιπτώσεων υπογονιμότητας αλλά και στους άνδρες που δεν αντιμετωπίζουν τεκμηριωμένο πρόβλημα υπογονιμότητας συναντάται στο 8-13% των περιπτώσεων. Υπεύθυνοι παράγοντες για την πρόκληση κιρσοκήλης θεωρούνται η αύξηση της θερμοκρασίας των όρχεων, η οποία δημιουργεί μη ευνοϊκές συνθήκες για την σπερματογένεση και η δευτεροπαθής διαταραχή των κυττάρων του Sertoli, που χαρακτηρίζεται από απουσία των γεννητικών κυττάρων.
Η ανδρική υπογονιμότητα μπορεί επίσης να οφείλεται σε νοσήματα του ουρογεννητικού συστήματος όπως προαναφέρθηκε. Πολλές μελέτες έδειξαν ότι τα δείγματα σπέρματος αυτών των ανδρών περιείχαν περισσότερα λευκοκύτταρα και ότι η ποιότητα του σπέρματος ήταν υποβαθμισμένη σε σχέση με εκείνα των γόνιμων ανδρών.Άλλοι παράγοντες που μπορεί να σχετίζονται με την υπογονιμότητα είναι η μειωμένη κινητικότητα σπέρματος, η προχωρημένη ηλικία καθώς αυξημένη σπερματογένεση παρατηρείται μέχρι την ηλικία των 55 χρόνων ενώ από εκεί και μετά σταδιακά μειώνεται.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες και ο τρόπος ζωής ευθύνονται επίσης για το φαινόμενο της υπογονιμότητας στους άνδρες. Για παράδειγμα, το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, το στρες, η υψηλή θερμοκρασία, η έκθεση σε βαρέα μέταλλα, όπως μόλυβδο και κάδμιο, η παχυσαρκία, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και παράλληλα η αυξημένη καθιστική ζωή αλλά και ο τρόπος διατροφής είναι σημαντικές αιτίες που οδηγούν τον σύγχρονο άνδρα σε υπογονιμότητα.
Η σχέση μεταξύ ισορροπημένης διατροφής και αυξημένης αναπαραγωγικής ικανότητας έχει πολύ καλά μελετηθεί. Οι διατροφικές ελλείψεις αποτελούν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα της ανδρικής υπογονιμότητας.
Έρευνες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι η έλλειψη βιταμίνης Α προκαλεί εκφυλισμό των βλαστικών κυττάρων.
Επιπλέον, τα ανθρώπινα σπερματοζωάρια είναι πολύ ευαίσθητα απέναντι στα υπεροξείδια επειδή περιέχουν υψηλή συγκέντρωση σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και έχουν σημαντικά αυξημένη ικανότητα να παράγουν αντιδραστικά είδη οξυγόνου (ROS), κυρίως ανιόντα υπεροξειδίου και υπεροξείδιο του υδρογόνου. Έτσι, αντιοξειδωτικές ουσίες, όπως η βιταμίνη Ε, η βιταμίνη C και τα καροτενοειδή, μπορούν να προστατεύσουν από το οξειδωτικό στρες και να διατηρήσουν την ακεραιότητα του DNA των σπερματικών κυττάρων.
Επιπλέον, το συμπλήρωμα σεληνίου και βιταμίνης Ε φαίνεται να βελτιώνει την κινητικότητα και την μορφολογία του σπέρματος ενώ πολλές μελέτες σε ζώα έχουν δείξει πόσο σημαντική είναι η λήψη βιταμινών C και D μέσω της τροφής στην ποιότητα του σπέρματος και γενικότερα στο αναπαραγωγικό σύστημα.
Επίσης, μελέτες έχουν δείξει την σημαντικότητα του ψευδαργύρου στην σπερματογένεση και την κινητικότητα του σπέρματος καθώς είναι απαραίτητος για την σύνθεση του DNA και RNA, στην πρωτεϊνοσύνθεση, στο διαχωρισμό των κυττάρων και την σταθερότητα των μεμβρανών. Επίσης, είναι απαραίτητος για την διαδικασία μετατροπής της τεστοστερόνης στην ενεργό μορφή της, 5α-δυιδροτεστοστερόνη (DHT). Τέλος, πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι τα συμπληρώματα ψευδαργύρου μπορούν να αυξήσουν τον αριθμό των σπερματοζωαρίων, να βελτιώσουν την κινητικότητα του σπέρματος και την μορφολογία τους σε άνδρες που υποφέρουν από ασθενοζωοσπερμία και ολιγοζωοσπερμία.
Η γυναικεία υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες που σχετίζονται με προβλήματα υγείας αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως η διατροφή και ο γενικότερος τρόπος ζωής. Πρώτα απ’όλα η υπογονιμότητα στις γυναίκες μπορεί να σχετίζεται με προβλήματα υγείας που αφορούν στον υποθάλαμο, την υπόφυση, τις ωοθήκες, τις σάλπιγγες, τον κόλπο, το σώμα και τον τράχηλο της μήτρας.
Ο σαλπιγγικός παράγοντας ευθύνεται για το 25-30% των περιπτώσεων υπογονιμότητας. Κάθε αίτιο που εμποδίζει τη συνάντηση σπερματοζωαρίου-ωαρίου για τη σύλληψη και επηρεάζει τη φυσιολογική λειτουργία και ανατομία των σαλπίγγων προκαλεί υπογονιμότητα.
Άλλα αίτια γυναικείας υπογονιμότητας προέρχονται από τον κόλπο και μπορεί να είναι φλεγμονές ή νεοπλάσματα, κακοήθη ή καλοήθη.
Αίτια που προέρχονται από την μήτρα ευθύνονται για το 5-10% των περιπτώσεων υπογονιμότητας, εκ των οποίων τα κυριότερα είναι τα ινομυώματα που προβάλουν μέσα στην κοιλότητα της μήτρας, οι σοβαρές ή υποτροπιάζουσες φλεγμονές της μήτρας και οι διαταραχές της τραχηλικής βλέννας, όπως είναι η ανεπάρκειά της, η αλλοιωμένη σύστασή της ή η ύπαρξη σε αυτήν αντισωμάτων που αδρανοποιούν τα σπερματοζωάρια.
Ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας που προκαλεί υπογονιμότητα είναι η ενδομητρίωση, δηλαδή η έκτοπη ανάπτυξη ενδομητρικού ιστού. Η συχνότητα εμφάνισης της ενδομητρίωσης ανέρχεται στο 20-50% των περιπτώσεων και αφορά κυρίως γυναίκες ηλικίας 30-40 ετών, όσες τεκνοποίησαν σε μεγάλη ηλικία και τις πολύτοκες.
Προβλήματα που προέρχονται από τις ωοθήκες ευθύνονται για το 15-20% των περιπτώσεων, εκ των οποίων τα κυριότερα είναι η έλλειψη ωοθυλακιορρηξίας, οι φλεγμονές των ωοθηκών και τα νεοπλάσματα.
Επίσης, οι διαταραχές της περιόδου ευθύνονται για την υπογονιμότητα σε ποσοστό 20% και μπορεί να είναι αποτέλεσμα μεταβολικών νοσημάτων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, και διαταραχών του θυρεοειδή αδένα καθώς είναι γνωστό ότι η λειτουργία του θυρεοειδή αδένα επηρεάζει άμεσα την έκκριση των ορμονών και την λειτουργία του συστήματος υποθαλάμου-υπόφυσης-ωοθηκών.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες, ο τρόπος ζωής και η διατροφή ευθύνονται επίσης για το φαινόμενο της υπογονιμότητας στις γυναίκες. Τέλος, διατροφικές διαταραχές, όπως η νευρική ανορεξία, μειώνουν την αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών.
Όπως είναι πλέον αποδεδειγμένο, η λήψη υδατανθράκων υψηλού γλυκαιμικού δείκτη και η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων οδηγούν σε παχυσαρκία και σε ινσουλινοευαισθησία που σε συνδυασμό με την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες πιθανότητες υπογονιμότητας στις γυναίκες. Επομένως, μία διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες (40-50% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης) προερχόμενη από υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, όπως ολικής αλέσεως δημητριακά, φρούτα και λαχανικά, καθώς και η λήψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (PUFAs), όπως λιπαρά ψάρια, ελαιόλαδο, ξηροί καρποί, μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση και να μειώσουν ακόμα την πιθανότητα υπογονιμότητας.
Άλλες έρευνες έχουν επίσης διαπιστώσει ότι υψηλές τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μειωμένες πιθανότητες σύλληψης στις γυναίκες. Για καλύτερη λοιπόν αναπαραγωγική ικανότητα, συστήνεται απόκτηση φυσιολογικού Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI 18,5-24,9 kg/m2) μέσω μιας ισορροπημένης διατροφής και αύξηση φυσικής δραστηριότητας (απώλεια βάρους στις υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες ή πρόσληψη βάρους στις γυναίκες με υποθρεψία).
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες το κύριο πρόβλημά τους είναι ο υποσιτισμός που οδηγεί σε σοβαρές ασθένειες ακόμα και στον θάνατο, στις ανεπτυγμένες χώρες ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι η υπογονιμότητα λόγω κυρίως της παχυσαρκίας και των διατροφικών διαταραχών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Photo source: www.bigstockphoto.com