“Μαμά, άμα λες ψέματα, θα μεγαλώσει η μύτη σου!». Αυτό μου είπε τις προάλλες ο γιος μου, όταν επέμεινα ότι είχαν τελειώσει τα σοκολατάκια που προφανώς, όπως εκείνος γνώριζε καλύτερα, δεν είχαν τελειώσει. Ευτυχώς η μύτη μου δεν μεγάλωσε, ούτε αυτήν ούτε τις πολλές άλλες φορές που έχω πει ψέματα. Και μπορεί να μην είναι μεγάλα, να μην έχω εξαπατήσει κανέναν σοβαρά, να μην ήταν οι πιο έξυπνες υπεκφυγές ή δικαιολογίες του κόσμου, αλλά έχω πει. Όπως έχουμε πει και λέμε όλοι μας. Φυσικά, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Και όσο κι αν εκτιμούμε την ειλικρίνεια, τη διαφάνεια και την ακεραιότητα, συμβαίνει σε όλους μας να βρεθούμε κάποιες φορές στη θέση του… Πινόκιο. Γιατί όμως λέμε ψέματα και είναι πάντα κακό να καταφεύγουμε σε αυτά, όπως μας μαθαίνανε όταν ήμασταν μικροί;
Κανείς μας δεν είναι τέλειος και το να προσποιούμαστε ότι δεν είναι έτσι είναι πραγματικά εξαντλητικό
Γιατί λέμε ψέματα;
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να πούμε ότι όλοι οι άνθρωποι λέμε ψέματα, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, άλλοι μικρότερα και άλλοι μεγαλύτερα, άλλοι σοβαρότερα και άλλοι αγαθότερα. Είναι ανθρώπινο και δεν μας κάνει κακούς χαρακτήρες. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ειδικούς, υπάρχει εγγενής προδιάθεση των ανθρώπων στο ψέμα, ως στοιχείο της εξελικτικής μας ανάπτυξης. Γι’ αυτό και θεωρείται ότι είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο να λέμε κάποια ψέματα. Άλλωστε, και τα κοινωνικά πρότυπα και τα στερεότυπα θεωρούν ότι είναι ανεκτά-αποδεκτά κάποια λίγα -κατά συνθήκη συνήθως- ψέματα. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι τα ψέματα είναι μία συνήθεια που μας συνοδεύει από την παιδική μας ηλικία. Καθώς τα παιδιά στη νηπιακή και την παιδική τους ηλικία ζουν σε έναν δικό τους κόσμο λόγω της φαντασίας τους, η αλήθεια με το ψέμα είναι μπερδεμένα μεταξύ τους. Έτσι, συνηθίζουν σε αυτό.
Κατά συνθήκην ψεύδη
Είναι τα πιο συνηθισμένα. Αυτά στα οποία θα υποπέσει ακόμα και ο πιο ειλικρινής από εμάς. Μπορεί, για παράδειγμα, να καταφύγουμε σε αυτά για να μην αναγκαστούμε να μπούμε σε λεπτομέρειες για ένα ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο (π.χ. για το πόσα χρήματα είναι ο μισθός μας ή για το πόσων χρονών είμαστε), για να μη στενοχωρήσουμε κάποιον (π.χ. αν μας ρωτήσουν τι κάνουμε και πούμε καλά, ενώ έχουμε κάποιο πρόβλημα υγείας), για να ξεφύγουμε από μια δύσκολη θέση (π.χ. όταν το παιδί μας επιμένει να φάει σοκολατάκι και του λέμε ότι έχουν τελειώσει). Το ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ότι λέμε ψέματα, αλλά γιατί τα λέμε. Για παράδειγμα, όταν μας ρωτάνε για τον μισθό μας, λέμε ψέματα επειδή δεν θέλουμε να φανούμε αγενείς και να προσβάλουμε τον άλλον που ρωτάει λέγοντάς του «δεν σε αφορά» ή επειδή θέλουμε να δημιουργήσουμε μία επίπλαστη εικόνα του εαυτού μας (π.χ. λέγοντας ότι παίρνουμε περισσότερα λεφτά για να κάνουμε επίδειξη ή λιγότερα για να μας λυπούνται). Επίσης, μπορεί, για παράδειγμα, να μας ρωτήσει ο σύντροφός μας τι έχουμε και να πούμε τίποτε, ενώ αυτό δεν ισχύει. Ακόμη, μπορεί να λέμε ψέματα επειδή είναι κάτι ασήμαντο και δεν θέλουμε να τον στενοχωρήσουμε, από την άλλη πλευρά όμως μπορεί να μην έχουμε πλήρη συναίσθηση του τι έχουμε, επειδή δεν το έχουμε ψάξει, δεν το έχουμε καταλάβει ή δεν έχουμε μάθει να το ψάχνουμε ή να το συζητάμε.
Το ψέμα κρύβει ανασφάλεια
Συνήθως τα ψέματα δείχνουν ανασφάλεια και συχνά προσφεύγουμε σε αυτά για να καλύψουμε κάποιο αρνητικό αίσθημα για τον εαυτό μας. Για παράδειγμα, κάποιος λέει ότι έχει κάνει σπουδές που δεν έχει κάνει, γιατί νιώθει μειονεκτικά, πιθανώς επειδή δεν είναι τόσο μορφωμένος όσο οι άλλοι. Επίσης, όταν λέμε κάποιο συγκεκριμένο ψέμα συστηματικά, τότε και πάλι έχουμε κάποιους λόγους που το κάνουμε. Έτσι, μια γυναίκα που δεν αποκαλύπτει ποτέ την ηλικία της πιθανότατα είτε δεν την έχει αποδεχτεί η ίδια είτε πιστεύει ότι θα επηρεάσει τις σχέσεις της με τους άλλους (ότι θα τη δουν ή θα την κρίνουν διαφορετικά λόγω αυτού του στοιχείου).
Άνδρες-γυναίκες
Αν ρωτήσεις έναν άνδρα, θα σου πει ότι οι γυναίκες λένε περισσότερα ψέματα. Αυτό δεν ισχύει. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι άνδρες και οι γυναίκες -ειδικά στις σχέσεις τους- λένε ψέματα για διαφορετικά πράγματα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το σεξ. Πιθανότατα εξαιτίας των προτύπων και των κοινωνικών στερεοτύπων, που θέλουν τους άνδρες έμπειρους και τις γυναίκες μετρημένες, οι άνδρες λένε συνήθως περισσότερα από όσα κάνουν και κατά κανόνα περηφανεύονται γι’ αυτά, ενώ οι γυναίκες λένε λιγότερα και είναι πιο συγκρατημένες. Στις παλαιότερες γενιές, οι γυναίκες μπορεί να έλεγαν ψέματα και για το τι θέλουν και πώς ή πόσο ευχαριστιούνται στο σεξ, αλλά τώρα πια θεωρούμε ότι έχουν απελευθερωθεί και εκφράζουν τις επιθυμίες τους. Επίσης, οι άνδρες και οι γυναίκες λένε διαφορετικά ψέματα σε σχέση με τα οικονομικά ή με τα ψώνια. Οι γυναίκες συχνά το παρακάνουν ή/και έχουν τύψεις ότι υπερβάλλουν σε σχέση με τα ψώνια, γι’ αυτό και τείνουν να μειώνουν το πόσα ξοδεύουν. Οι άνδρες από την άλλη, μπορεί να λένε ότι χαλάνε περισσότερα για να εντυπωσιάσουν και να δείξουν ότι έχουν οικονομική άνεση, και πάλι επειδή έτσι απαιτούν τα πρότυπα και τα στερεότυπα.
Και ψεύδεσαι και τρως…
Δεν είναι σπάνιο να λέμε ψέματα σε σχέση με τις «κακές» μας συνήθειες. Μπορεί, δηλαδή, να λέμε ψέματα σχετικά με το πόσο τρώμε, καπνίζουμε, πίνουμε κ.λπ. Σε αυτήν την περίπτωση, είτε δεν θέλουμε να παραδεχτούμε την κατάσταση, επειδή φοβόμαστε τι θα πουν οι άλλοι, είτε επιδιώκουμε να νιώσουμε καλύτερα με τον εαυτό μας και τις συνήθειές μας. Αυτού του είδους τα ψέματα όμως έχουν και την καλή τους πλευρά. Μπορεί να λειτουργήσουν ως κίνητρο για να κάνουμε μία μεγάλη αλλαγή. Για παράδειγμα, το ψέμα «δεν καπνίζω και τόσο πολύ» μπορεί να μας κάνει να προσπαθήσουμε να μπούμε σε αυτόν τον ρόλο του μετριοπαθούς καπνιστή ή αυτού που βρίσκεται στη διαδικασία να το κόψει. Να προσπαθήσουμε, δηλαδή, να κάνουμε την αλλαγή που έχουμε ήδη αναγγείλει.
Είναι κακά τα ψέματα;
Αυτά καθαυτά δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά. Το αν τα ψέματα είναι κακά κρίνεται κατά περίπτωση και κυρίως από την πρόθεση αυτού που τα λέει, αλλά και από το αποτέλεσμα που αυτά έχουν στους αποδέκτες τους. Δεν είναι δυνατόν να γενικεύσουμε. Δεν μπορούμε επίσης να πούμε -όπως θα φαινόταν ίσως λογικό- ότι είναι κακά τα πολλά ψέματα, γιατί το πόσα ψέματα θα πει κάποιος έχει να κάνει με τις συνθήκες. Αν, φυσικά, χωρίς λόγο κάποιος λέει τακτικά ψέματα, τότε τα πράγματα αλλάζουν και μιλάμε για παθολογική κατάσταση.
Είναι η ειλικρίνεια αρετή;
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι άλλο πράγμα η ειλικρίνεια στην επικοινωνία μας με τους άλλους και απέναντι στον εαυτό μας (ώστε να αντιλαμβανόμαστε τις ανάγκες μας κ.λπ.) και διαφορετικό το να φτάνουμε στο άλλο άκρο και να μοιραζόμαστε τα πάντα. Η απόλυτη ειλικρίνεια δεν είναι εφικτή και σίγουρα δεν είναι αρετή. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Ούτε το ψέμα είναι πάντα κακό ούτε η αλήθεια είναι πάντα καλή. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι είναι αναγκαία τα κατά συνθήκην ψέματα και ότι χρειάζεται λίγη διπλωματία ώστε να προστατέψουμε τόσο τον εαυτό μας όσο και τους άλλους. Έτσι, κατά περίπτωση, το ψέμα μπορεί να είναι βοηθητικό ή και αναγκαίο.
Αλήθεια είναι αυτό που συμφωνείται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.
Πότε να μας ανησυχήσουν τα ψέματα των παιδιών;
Τα παιδιά μέχρι και τα 6 ή 7 τους χρόνια είναι αναμενόμενο να λένε ψέματα, γιατί δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τη φαντασία. Συνεπώς, δεν πρέπει να ανησυχούμε. Το ψέμα του φανταστικού φίλου, για παράδειγμα, θεωρείται πολύ φυσιολογικό, σύμφωνα με τους ειδικούς. Άλλωστε, το παιδί καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Τα πράγματα αλλάζουν αν παρατηρήσουμε ότι το παιδί υποστηρίζει τα ψέματα έντονα, τα επαναλαμβάνει συστηματικά ή ζει μέσα σε αυτά ακόμη και μετά την ηλικία των 7 ετών. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σκόπιμο να συμβουλευτούμε κάποιον ειδικό.
Μυθομανείς
Δεν είναι βέβαια πολύ συχνό, αλλά συμβαίνει. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που «κατασκευάζουν» ιστορίες και ζουν μέσα σε αυτές, οι λεγόμενοι μυθομανείς. Πρόκειται για κάτι παθολογικό, κυρίως όταν το άτομο αισθάνεται ότι πράγματι ζει σε αυτήν την κατάσταση που το ίδιο έχει επινοήσει ή ακόμα χειρότερα όταν έχει και ψευδαισθήσεις. Αν έχει επίγνωση ότι λέει ψέματα και παρ’ όλα αυτά θέλει να πείσει τους άλλους, τότε πιθανότατα πρόκειται για μια βαθύτατη ανασφάλεια που νιώθει, η οποία το «αναγκάζει» να πει ψέματα, για τα οποία κατά πάσα πιθανότητα μετά θα μετανιώσει, θα νιώσει άσχημα κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, ο παθολογικός ψεύτης χρειάζεται να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού.
Δεν λέω ψέματα, υπερβάλλω
Η υπερβολή είναι φυσικά μια μορφή ψέματος και έχει να κάνει με τη συνειδητή πρόθεση κάποιου να παρουσιάσει μια διαφορετική εικόνα της πραγματικότητας. Μπορεί να είναι στοιχείο του χαρακτήρα ενός ανθρώπου που είτε βλέπει τα πράγματα πολύ θεατρικά και άρα υπερβολικά, είτε θέλει να εντυπωσιάσει με τις υπερβολές του, είτε τα παίρνει όλα πολύ «βαριά» και υπερβάλλει, είτε θέλει να γίνει ή να φανεί πιο ενδιαφέρων στους άλλους.
Να λέμε ψέματα στα παιδιά;
Μοιραία θα πούμε κάποια ψέματα στα παιδιά μας. Για παράδειγμα, ότι έχουν τελειώσει τα σοκολατάκια, όταν δεν πρέπει να φάνε άλλα και δεν μπορούμε (ή θεωρούμε ότι δεν μπορούμε) να τα πείσουμε αλλιώς. Δεν είναι βέβαια καλή ιδέα να λέμε συστηματικά ψέματα και ειδικά για πράγματα ουσίας, γιατί τα παιδιά θα νιώσουν κάποια στιγμή ανασφάλεια όταν μάθουν την αλήθεια και καταλάβουν ότι λέγαμε ψέματα. Αυτό που είναι θεμιτό είναι να λέμε ψέματα για να διαχειριστούμε μία δύσκολη κατάσταση (π.χ. που μπορεί να γίνει έκρυθμη). Σίγουρα δεν πρέπει να λέμε ψέματα για τα «δύσκολα» θέματα, π.χ. την ασθένεια ή τον θάνατο, αλλά να τους τα εξηγούμε ανάλογα με την ηλικία τους και το γνωστικό τους επίπεδο.
Πώς αντιμετωπίζουμε τον ψεύτη
Όταν κάποιος μας λέει ψέματα και το αντιλαμβανόμαστε, δεν χρειάζεται να κρατάμε τα προσχήματα, ούτε να ανησυχούμε μήπως τον στενοχωρήσουμε ή έρθουμε σε ρήξη μαζί του. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αν αυτό που επιδιώκουμε είναι μία ειλικρινής σχέση με τον άλλον άνθρωπο -ειδικά όταν πρόκειται για κάποιο κοντινό μας πρόσωπο (π.χ. συγγενή, σύντροφο, φίλο)-, δεν πρέπει να διστάζουμε, να φοβόμαστε ή να ντρεπόμαστε· χρειάζεται να μην ανεχόμαστε το ψέμα και αντίθετα να το ξεμπροστιάζουμε. Μάλιστα, οι ψυχολόγοι εξηγούν ότι αυτήν την τακτική θα πρέπει να ακολουθούμε ακόμα κι όταν πρόκειται για το παιδί μας που προσπαθεί να μας ξεγελάσει.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΝ κ. ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ, MSc, ψυχολόγο υγείας, με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία και τη Συμβουλευτική, διευθύντρια στο Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής.